- καλλίπυργον
- καλλίπυργοςwith beautiful towersmasc/fem acc sgκαλλίπυργοςwith beautiful towersneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίπυργος — καλλίπυργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους πύργους («καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίας χθονός», Ευρ.) 2. φρ. «καλλίπυργος σοφία» η υψηλή, η εξέχουσα σοφία («καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek